- φοινίσσομαι
- φοινίσσωreddenpres ind mp 1st sgφοινίζωaor subj mid 1st sg (epic)φοινίζωfut ind mid 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλιοφοινίσσομαι — ἡλιοφοινίσσομαι (Α) γίνομαι κόκκινος από την επίδραση τών ηλιακών ακτινών, κοκκινίζω από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φοινίσσομαι «κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος»] … Dictionary of Greek
υποφοινίσσομαι — και επικ. τ. ύπαιφοινίσσομαι Α γίνομαι πορφυρός, κοκκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φοινίσσομαι «γίνομαι κόκκινος»] … Dictionary of Greek